γιούχα

γιούχα
(επιφ. ή επίρρ.)
1. υβριστικό επιφώνημα αποδοκιμασίας, αντίθετο τού ζήτω
2. (πληθ. ως ουσ.) τα γιούχα
οι γιουχαϊσμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuha].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γιούχα — (λ. τουρκ.), επιφών. αποδοκιμασίας (αντίθ. ζήτω): Γιούχα στους φονιάδες! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γιουχαΐζω — και γιουχάρω και γιουχαρίζω [γιούχα] αποδοκιμάζω με φωνές και σφυρίγματα …   Dictionary of Greek

  • γιουχαϊσμός — ο και γιουχάισμα, το θορυβώδης αποδοκιμασία με γιούχα …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • γιουχαΐζω — και γιουχάρω γιουχάισα, γιουχαΐστηκα, γιουχαϊσμένος, αποδοκιμάζω φωνάζοντας «γιούχα»: Γιουχάισαν τον τραγουδιστή γιατί ήταν παράφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”